- ελαφροκέφαλος
- -η, -οεπιπόλαιος, αλαφρόμυαλος, ανόητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαφροκέφαλος — η, ο (Μ ἐλαφροκέφαλος, ον) αλαφροκέφαλος, επιπόλαιος … Dictionary of Greek
αλαφροκέφαλος — η, ο επιπόλαιος, ανόητος (πρβλ. αλαφρόμυαλος). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ελαφροκέφαλος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκεφαλιά] … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek